- διαδράς
- διαδρά̱ς , διαδιδράσκωrun awayaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικατέχω — Α 1. κρατώ, κατέχω με δύναμη από όλες τις πλευρές, περικλείω, αποκλείω από παντού («περικατασχεῑν κελεύσας τὴν πόλιν, ὡς μή λάθοι διαδρὰς ὁ Ἰώσηπος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek